πολύσιτος — πολύσῑτος , πολύσιτος rich in corn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσιτον — πολύσῑτον , πολύσιτος rich in corn masc/fem acc sg πολύσῑτον , πολύσιτος rich in corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Проастиакос — п· Пригородный поезд на станции Пирей, Июнь 2007 условные обозначения … Википедия
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυσιτία — ἡ Α [πολύσιτος] 1. αφθονία σίτου ή αφθονία τροφής 2. στον πληθ. αἱ πολυσιτίαι το να καταναλώνει κανείς μεγάλη ποσότητα τροφής, η πολυφαγία … Dictionary of Greek
πολυσιτώ — έω, Μ [πολύσιτος] τρώω πολύ … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՑՈՐԵԱՆ — ( ) NBH 1 417 Chronological Sequence: 10c ա. πολύσιτος abundans frumentis Ուր լինի ցորեան բազում. առատ արմտեօք. *Որպէս բազմացորեանն է, այսպէս եւ բազմամարդս է. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πολυσίτους — πολυσί̱τους , πολύσιτος rich in corn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσιτοι — πολύσῑτοι , πολύσιτος rich in corn masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)